παράβλεψη

παράβλεψη
[паравлэпси] ουσ. Θ. невнимание, закрывание глаз на что-либо

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "παράβλεψη" в других словарях:

  • παράβλεψη — η / παράβλεψις, έψεως, ΝΜΑ [παραβλέπω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παραβλέπω νεοελλ. εκούσια παραμέληση, αδιαφορία αρχ. 1. το να κοιτάζει κανείς κάτι με κρυφό ή πλάγιο τρόπο, λοξοκοίταγμα 2. περιφρόνηση, καταφρόνηση …   Dictionary of Greek

  • παραβλέψῃ — παραβλέψηι , παράβλεψις looking at askance fem dat sg (epic) παραβλέπω look aside aor subj mid 2nd sg παραβλέπω look aside aor subj act 3rd sg παραβλέπω look aside fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμέλεια — Η παράβλεψη, η έλλειψη προσοχής, η ενέργεια από απροσεξία. (Νομ.) Σύμφωνα με το δίκαιο, θεωρείται γενικά α. κάθε παράλειψη της απαιτούμενης επιμέλειας κατά τις συναλλαγές (άρθρο 330 Α.Κ.). Αυτός που δεν δείχνει την προσοχή που απαιτείται, δεν… …   Dictionary of Greek

  • ελευθεριότητα — η (ΑΜ ἐλευθεριότης) νεοελλ. 1. η παράβλεψη ορισμένων κανόνων και συμβάσεων 2. η αδιαφορία για ηθικούς κανόνες και για τα χρηστά ήθη αρχ. η τήρηση τού μέτρου στη ζωή όπως ταιριάζει σε ελεύθερο άνθρωπο και η αποφυγή και τής ασωτείας και τής… …   Dictionary of Greek

  • παράλειψη — η / παράλειψις, είψεως, ΝΑ [παραλείπω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παραλείπω, η αγνόηση ή παράβλεψη από σκοπιμότητα ή από αμέλεια 2. παρασιώπηση 3. σχήμα λόγου κατά το οποίο ένα γεγονός αποσιωπάται προκειμένου να δοθεί ιδιαίτερη σημασία… …   Dictionary of Greek

  • παρόρασις — άσεως, ἡ ΜΑ [παρορώ] απροσεξία κατά την παρατήρηση, παράβλεψη, αμέλεια αρχ. κακή όραση, μειωμένη όραση (α. «ἴλιγγοι τε καὶ παροράσεις» ζαλάδες και καταστάσεις σκοτοδίνης, Γαλ. β. «...παροράσεις οἷον κωνωπίων προφαινομένων» προβλήματα στην όραση… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»